- διαστίλβω
- διαστίλβω (Α)1. λάμπω, απαστράπτω, αστραποβολώ2. λάμπω δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... ὅμως διαστίλβει τὸ χρυσίον» — ο χρυσός αστράφτει ακόμη κι αν είναι ανακατεμένος με χώμα, Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαστίλβει — διαστίλβω gleam pres ind mp 2nd sg διαστίλβω gleam pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβον — διαστίλβω gleam pres part act masc voc sg διαστίλβω gleam pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβοντα — διαστίλβω gleam pres part act neut nom/voc/acc pl διαστίλβω gleam pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβοντι — διαστίλβω gleam pres part act masc/neut dat sg διαστίλβω gleam pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβουσι — διαστίλβω gleam pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαστίλβω gleam pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβουσιν — διαστίλβω gleam pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαστίλβω gleam pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβειν — διαστίλβω gleam pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβοντας — διαστίλβω gleam pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβοντες — διαστίλβω gleam pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβουσαι — διαστίλβω gleam pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)